- ερωτογράφος
- ἐρωτογράφος, -ον (Α)φρ. «μέτρον ἐρωτογράφον» — ερωτικά ποιήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρωτογράφον — ἐρωτογράφος for writing of love masc/fem acc sg ἐρωτογράφος for writing of love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek